Μηπως κατα βαθος ειμαστε ολοι γραμματοσημα;

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που έβγαινε ραντεβού με ένα αγόρι. Ένα αγόρι που της φερόταν όμορφα, την έραινε με κοπλιμέντα, της έστελνε μια δυο και τρεις φορές τη μέρα, έδειχνε ουσιαστικό ενθουσιασμό με οποιαδήποτε βλακεία και αν του αράδιαζε (βαθμός ενθουσιασμού γαλανομάτικο χάσκι που περιμένει τον ιδιοκτήτη του να γυρίσει από τη δουλειά) και γέλαγε με όλα της τα αστεία – τα καλά, τα ειρωνικά, τα κρύα και όλα αυτά που πήγαιναν άπατα λόγω πολιτισμικών διαφορών.

Προσθέστε και το γαλανομάτικο χάσκι στον παραπάνω συνδυασμό (της έδειξε φωτογραφίες στο πρώτο ραντεβού) και έχετε το Ιδανικό Αμόρε.

Ή μήπως όχι;

Γιατί το κορίτσι της υπόθεσης κάθε άλλο παρά συνεπαρμένο ήταν. Αισθανόταν σαν να πνίγεται σε μια θάλασσα από υπερβολικό ενθουσιασμό και ενδιαφέρον. Αποφάσισε από πολύ νωρίς ότι προτιμούσε κάποιον που την κερνούσε καυστικά σχόλια, λεκτικό πινγκ-πονγκ και λογοτεχνικές αναφορές. Κάποιον που κάθε τόσο ψεκαζόταν με Εξαφανιζόλ και χανόταν από προσώπου – και από προσωποβιβλίου – γης. Κάποιον που μια την έλουζε με προσοχή, όπως ο φωτεινός προβολέας τον ηθοποιό που ερμηνεύει ένα δραματικό μονόλογο, και την άλλη την ξεχνούσε παντελώς. Κάποιον που ο αγαπημένος του υπερήρωας δεν ήταν ο Κάπτεν Αμέρικα. Τον γνωστό και ως Μίστερ Μάιντφακ.

Το κορίτσι της ιστορίας ίσως είμαι εγώ. Αλλά ίσως είσαι και εσύ – είτε είσαι κορίτσι, είτε είσαι αγόρι, γιατί όλοι μας έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση. Τη θέση όπου αναπτύσσουμε ενδιαφέρον σε βαθμό ψύχωσης για ένα άτομο που μάλλον αδιαφορεί. Που γινόμαστε το γραμματόσημο που το φτύνουν και κατά λάθος κολλάει στο λάθος σημείο του ταχυδρομικού φακέλου, εκείνου του τεύχους του Γαστρονόμου που η μαμά σου είχε πει να μην αγγίξεις, στα μαλλιά σου.

Η σκληρή στιγμή της συνειδητοποίησης επήλθε όταν η κολλητή μου, το μοναδικό άτομο που έχει το δικαίωμα να πει «στα έλεγα εγώ» αλλά ποτέ δεν το κάνει, μου υπέδειξε ότι ότι αν ο Μίστερ Μάιντφακ ήταν αυτός που έκανε όλα όσα κάνει το Ιδανικό Αμόρε δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα. Θα ήμουν ικανοποιημένη. Τρισευτυχισμένη. Θα έλαμπα σα τη Βίσση στο σχετικό άσμα.

Για να περάσω από την πρώτη καθόλου ποιητική παρομοίωση σε μια δεύτερη, μου αρέσει να φαντάζομαι την προσωπική μου ζωή σαν ένα ιστιοπλοϊκό με μένα πάντα στο τιμόνι – γνωρίζω τον ιδανικό τρόπο πλεύσης για κάθε καιρό, τους ανέμους, πότε ανεβοκατεβάζουμε τα πανιά, μια ντουζίνα κόμπους και άλλα τέτοια απαραίτητα για την επιβίωση των επιβατών. Ωστόσο, το πλήρωμα (βλ. αμόρε, ραντεβού, μακροχρόνιες σχέσεις, stalkers, κ.λπ.) αλλάζει διαρκώς.  Άλλοι πλέουν μαζί μου για αρκετό καιρό και αποφασίζουν να κατέβουν από το πλοίο όταν αισθανθούν ότι πλησιάζουμε στο κατάλληλο λιμάνι, άλλοι εγκαταλείπουν το πλοίο όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα και μερικούς αναγκάστηκα εγώ η ίδια να τους ρίξω στη θάλασσα μεσοπέλαγα και να απομακρυνθώ όσο τον δυνατόν γρηγορότερα.

Μερικοί λιποτάκτες, όμως, αισθάνονται την επιθυμία να επιβιβαστούν στο πλοίο εκ νέου με το που εκείνο έχει απομακρυνθεί από το λιμάνι με νέο πλήρωμα. Γιατί πάντα υπάρχουν εκείνα τα άτομα που σε θυμούνται τη στιγμή που εσύ αποφασίζεις να προχωρήσεις στη ζωή σου. Αν εσύ έχεις όντως προχωρήσει, τότε εκείνοι μόλις έβαλαν οικειοθελώς τους εαυτούς τους στη θέση γραμματόσημο. Φτύνεις τύπου Τζακ και Ρόουζ στο κατάστρωμα του Τιτανικού και εύχεσαι να κολλήσουν σε ένα δέμα με προορισμό την Αλάσκα. Ή και πάνω σου μερικές φορές, αν αυτό πρόκειται να καταπραΰνει τον πονεμένο εγωισμό σου. Ποιος δεν χάρηκε όταν ένας πρώην που του/της έκανε την ψυχοσύνθεση κομματάκια μικρότερα και από τα υπολείμματα στον πάτο μιας σακούλας Lay’s επέστρεψε ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία (και ας ήταν μόνο και μόνο επειδή εμφανίστηκε νέο ερωτικό ενδιαφέρον στο προσκήνιο);

Με άλλα λόγια, ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί σε μια από τις δύο θέσεις. Το αιώνιο ερώτημα για μένα παραμένει γιατί μερικές φορές αγκιστρωνόμαστε στη θέση του γραμματόσημου και μένουμε …. (ελλείψει καλύτερης λέξης) προσκολλημένοι. Για να επιστρέψω στο επιχείρημα της κολλητής δύο παραγράφους παραπάνω, η απάντηση είναι λίγο πιο σύνθετη από ένα «ναι, ΓΙΑΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ;!». Μολονότι ήταν αυτή η περιοδικά απόμακρη στάση που με τράβηξε στον Μίστερ αρχικά, το να γίνεσαι το γραμματόσημο κάποιου είναι μια ψυχοφθόρα κατάσταση και μιας που πρόκειται για ένα χόμπι που δεν θα δείχνει καλά στο CV δεν αξίζει να το καλλιεργήσεις. Γιατί, κατά βάθος, κανείς μας δεν θέλει να παίζει το ρόλο του γραμματόσημου∙ θέλουμε να είμαστε μια σελίδα από δισέλιδη επιστολή, διπλωμένη με προσοχή και επιμέλεια: αν πέσει στα χέρια σου μόνο η πρώτη, η διήγηση κόβεται στο καλύτερο σημείο, ενώ αν διαβάσεις μόνο τη δεύτερη κάπου χάνεις το νόημα.

Αισιόδοξη (όπως πάντα),

F.

FacebookInstagram και tumblr, τώρα ξέρετε πού να με βρείτε.

Share Button

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *